εκθειαστικός

εκθειαστικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε εκθειασμό ή γίνεται για εκθειασμό («εκθειαστική κριτική», «εκθειαστικά σχόλια»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εκθειαστικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στον εκθειασμό ή τον εκθειαστή, εγκωμιαστικός, εξυμνητικός: Μίλησε εκθειαστικά για τον ποιητή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πανηγυρικός — ή, ό / πανηγυρικός, ή, όν, ΝΑ [πανήγυρις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πανήγυρη ή που είναι κατάλληλος για πανήγυρη, εορταστικός, πανηγυρήσιος, πανηγυριώτικος («οὐδὲ ἦν παρασκευὴ πολυτελείας πανηγυρικῆς περὶ τὴν ταφήν», Πλούτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”